βούθυτος

βούθυτος
βού-θῠτος, ον,
A of or belonging to sacrifices, esp. of oxen,

τιμαί A.Supp.706

(lyr.);

ἡδονή E.Ion664

; accompanied by sacrifices,

ἑορταί B.3.15

.
2 on which oxen are offered, sacrificial,

ἑστία S.OC 1495

(lyr.);

ἐσχάρα Ar.Av.1232

; ἦμαρ, ἁμέρα, A.Ch.261, E.Hel. 1474 (lyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βούθυτος — βούθυτος, ον (Α) 1. αυτός που προέρχεται από θυσία βοδιών («βούθυτος ηδονή», «βούθυτοι τιμαί») 2. εκείνος πάνω στον οποίο («βούθυτος ἑστία», «... ἐσχάρα») ή κατά τον οποίο («βούθυτον ἧμαρ», «βούθυτος ἡμέρα») γίνονται θυσίες βοδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • βούθυτον — βούθυτος of masc/fem acc sg βούθυτος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουθύτοις — βούθυτος of masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουθύτοισι — βούθυτος of masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουθυτώ — βουθυτῶ ( έω) (Α) [βούθυτος] 1. σφάζω και θυσιάζω βόδια 2. θυσιάζω …   Dictionary of Greek

  • βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 …   Dictionary of Greek

  • βουθύτωι — βουθύτῳ , βούθυτος of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”