βούθυτος — βούθυτος, ον (Α) 1. αυτός που προέρχεται από θυσία βοδιών («βούθυτος ηδονή», «βούθυτοι τιμαί») 2. εκείνος πάνω στον οποίο («βούθυτος ἑστία», «... ἐσχάρα») ή κατά τον οποίο («βούθυτον ἧμαρ», «βούθυτος ἡμέρα») γίνονται θυσίες βοδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
βούθυτον — βούθυτος of masc/fem acc sg βούθυτος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουθύτοις — βούθυτος of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουθύτοισι — βούθυτος of masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουθυτώ — βουθυτῶ ( έω) (Α) [βούθυτος] 1. σφάζω και θυσιάζω βόδια 2. θυσιάζω … Dictionary of Greek
βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 … Dictionary of Greek
βουθύτωι — βουθύτῳ , βούθυτος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)